- λευκηρετμος
- λευκήρετμοςλευκ-ήρετμος2беловесельный, с белыми веслами
(Ἄρης, sc. στόλος Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἄρης, sc. στόλος Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λευκήρετμος — λευκήρετμος, ον (Α) αυτός που έχει λευκά κουπιά («λευκήρετμος Ἄρης», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί». Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. ευ ή ρετμος, φιλ ήρετμος)] … Dictionary of Greek
λευκήρετμον — λευκήρετμος with white oars masc/fem acc sg λευκήρετμος with white oars neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερετμόν — ἐρετμόν, τὸ (AM) 1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το αντρικό μόριο 3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῑσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε τού τ. ερέτης, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek